Τα τελευταία χρόνια μεγάλη σημασία έχει δοθεί στις διαταραχές του ύπνου και συγκεκριμένα στο Σύνδρομο Άπνοιας κατά τον Ύπνο. Πιο ειδικά, η διακοπή της αναπνοής για διάστημα μεγαλύτερο των 10 δευτερολέπτων κατά τη διάρκεια του ύπνου ορίζεται ως άπνοια. Με την απώλεια της φυσιολογικής αναπνοής μειώνεται το οξυγόνο στο αίμα με αποτέλεσμα να διεγείρεται ο εγκέφαλος και να διακόπτει τον βαθύ ύπνο προκειμένου να επανέλθει ο τόνος των μυών και να επιτραπεί εκ νέου η αναπνοή. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να καταργείται η ρυθμιστική λειτουργία του βαθέως ύπνου.
Η Υπνική Άπνοια έχει ενοχοποιηθεί μέχρι σήμερα κυρίως για μια σειρά από καρδιαγγειακά προβλήματα, όπως αρρυθμίες και εμμένουσα υπέρταση. Αφορά όλες τις ηλικίες αλλά η μεγαλύτερη συχνότητα εμφάνισης του συνδρόμου υπολογίζεται σε 20-25% των ανδρών και 16-20% των γυναικών ηλικίας 40 έως 70 ετών. Ως αιτιολογικοί παράγοντες έχουν αναφερθεί η παχυσαρκία, διάφορα νευρομυικά νοσήματα, το φύλλο [οι άνδρες περισσότερο], η ηλικία, η λήψη αλκοόλ, τα υπνωτικά φάρμακα, το κάπνισμα, η χρόνια αναπνευστική ανεπάρκεια, ο υποθυροειδισμός και διάφορες ανατομικές ανωμαλίες του ρινοφάρυγγα.
Τα βασικά συμπτώματα της Υπνικής Άπνοιας είναι το ροχαλητό, ο ανήσυχος και ταραγμένος ύπνος, οι διακοπές της αναπνοής όπως τις αντιλαμβάνεται ουσιαστικά ο σύντροφος, η νυκτερινή συχνουρία, η νυκτερινή εφίδρωση, η υπνηλία κατά τη διάρκεια της μέρας, το αίσθημα κόπωσης, ο πρωινός πονοκέφαλος, η κατάθλιψη, η ελάτωση της ερωτικής επιθυμίας και οι διαταραχές της στύσης. Είναι άλλωστε γνωστό ότι ποσοστό άνω του 50% των ανδρών ηλικίας 40 έως 70 ετών παρουσιάζουν κάποιου βαθμού στυτική δυσλειτουργία και οι διαταραχές της αναπνοής στον ύπνο ευθύνονται σε σημαντικό βαθμό.
Διάφορες καταστάσεις που μπορεί να είναι συνέπεια του Συνδρόμου της Υπνικής Άπνοιας περιλαμβάνουν το έμφραγμα του μυοκαρδίου, την καρδιακή ανεπάρκεια, τη στηθάγχη, την επιληψία, το σύνδρομο υποαερισμού και παχυσαρκίας, τη στυτική δυσλειτουργία, τις καρδιακές αρρυθμίες, την υπέρταση, καθώς και τα τροχαία ατυχήματα.
Η αντιμετώπιση του προβλήματος έγκειται στην απώλεια βάρους, τη διακοπή του καπνίσματος, την αλλαγή των διατροφικών συνηθειών, την αποφυγή κατανάλωσης αλκοόλ, ειδικά πριν τον ύπνο, και σε πιο βαριές περιπτώσεις στη χρήση προσθετικών ενδοστομικών βοηθημάτων για τη διευκόλυνση της αναπνοής, καθώς και των συσκευών θετικής πίεσης CPAP.
Αν επομένως κάποιος εμφανίζει ροχαλητό, σεξουαλικά προβλήματα, αισθάνεται κουρασμένος την ημέρα, ξυπνάει συχνά τη νύχτα για να ουρήσει, έχει πρωινούς πονοκεφάλους, νυστάζει την ημέρα ή όταν οδηγεί ή βλέπει τηλεόραση, ή έχει αδυναμία συγκέντρωσης ή απώλεια μνήμης την ημέρα θα πρέπει να υποβληθεί σε έλεγχο για υπνοαπνοϊκό σύνδρομο. Η αρχική αξιολόγηση γίνεται από τον Πνευμονολόγο με τη χρήση ερωτηματολογίου που αφορά τόσο στη συμπεριφορά κατά τον ύπνο, όσο και στη συμπεριφορά κατά την ημέρα. Η περαιτέρω διερεύνηση γίνεται με την ειδική συσκευή ανίχνευσης της Υπνικής Άπνοιας, η οποία τοποθετείται εύκολα πριν τον ύπνο στον καρπό με υφασμάτινο περικάρπιο. Την επόμενη ημέρα τα αποτελέσματα της εξέτασης αναλύονται από το γιατρό με ειδικά προγράμματα στον ηλεκτρονικό υπολογιστή, και αφού εκτιμηθούν τίθεται ή όχι η διάγνωση.
Το σίγουρο πάντως είναι ότι το σύνδρομο της υπνικής άπνοιας και οι συνέπειές του αντιμετωπίζονται πλέον αποτελεσματικά και ανώδυνα. Με την αντιμετώπιση του οργανικού προβλήματος και την καλύτερη οξυγόνωση του οργανισμού αντιμετωπίζεται μεταξύ των άλλων και η διαταραχή της στύσης σε σημαντικό βαθμό.
Εν κατακλείδει, το λεπτομερές ιατρικό ιστορικό, η σωστή φυσική εξέταση του ασθενούς και ο ειδικός εργαστηριακός έλεγχος θα οδηγήσουν στις περισσότερες περιπτώσεις στη διάγνωση των διαταραχών του ύπνου. Το Σύνδρομο της Υπνικής Άπνοιας πρέπει πάντα να λαμβάνεται υπόψη στη διερεύνηση των προβλημάτων της σεξουαλικής ζωής λόγω της αυξημένης συχνότητάς του στο γενικό πληθυσμό.